Απόγευμα Σαββάτου, έξω ψιλοβρέχει.
Ένας νεαρός οδηγεί τη μοτοσυκλέτα του. Βιάζεται να συναντήσει τους φίλους του που τον περιμένουν στην καφετέρια. Κοντεύει...σε λίγα μέτρα θα είναι εκεί. Τελευταία στροφή. Η ρόδα δεν υπακούει στο τιμόνι, χαράζει τη δική της πορεία στο ολισθηρό οδόστρωμα. Πηγαίνει προς τη μεγάλη τσιμεντένια κολόνα φωτισμού, παρασύροντας μαζί της και δύο έντρομα μάτια. Ένας δυνατός θόρυβος και μετά η απόλυτη σιωπή. Τα δυο μάτια έχουν κλείσει πια...
Το ασθενοφόρο ουρλιάζει στο δρόμο, οι διασώστες μέσα προσπαθούν να δώσουν πνοές στο αναίσθητο σώμα. Οι πρώτες εξετάσεις στο νοσοκομείο δείχνουν κρανιοεγκεφαλική κάκωση με αιμάτωμα. Μόνο ένας τρόπος υπάρχει για να κρατηθεί στη ζωή. Απαιτείται επειγόντως κρανιεκτομή για αποσυμπίεση εγκεφάλου. Ποιος; Ποιος μπορεί να το κάνει αυτό; Ο νευροχειρουργός... είναι εκεί! Σε πέντε λεπτά μπαίνει στο χειρουργείο. Οι νοσηλευτές περιμένουν τις εντολές του, έτοιμοι. Η μητέρα του νεαρού ψελλίζει μόνο "Σας παρακαλώ..." και σωριάζεται. Τα δευτερόλεπτα μοιάζουν αιώνες. Κάποτε, η πόρτα ανοίγει ξανά και ακούγεται η φωνή του χειρουργού: ¨Σταθεροποιήθηκε".
Απόγευμα Σαββάτου, έξω ψιλοβρέχει.
Κάποιοι απολαμβάνουν τον απογευματινό τους ύπνο στη θαλπωρή του σπιτιού τους. Κάποιοι άλλοι, απολαμβάνουν τον απογευματινό τους καφέ σε μια καφετέρια, παρέα με τους φίλους τους, βλέποντας στη γιγαντοοθόνη τον ποδοσφαιρικό αγώνα της ομάδας τους.
Είναι όμως και κάποιοι άλλοι... Είναι συγκεντρωμένοι σε μια πλατεία. Οι ομπρέλες που κρατάνε δεν τους προστατεύουν από τη βροχή που έχει δυναμώσει. Όμως δεν φεύγουν, μένουν εκεί και κάτι λένε. Ή μάλλον όχι, δε λένε, φωνάζουν. Κάτι για υγεία, για δικαιώματα και για ελευθερία. Ανάμεσα στις φωνές τους ξεχωρίζουν λέξεις όπως "Αναστολές", "Υποχρεωτικότητα", "Εκβιασμός". Λένε ότι έχουν εκδιωχθεί από την εργασία τους και ζουν δίχως μισθό εδώ και επτά μήνες. Λένε ότι έχουν εξαθλιωθεί οικονομικά. Λένε ότι έχουν κατηγορηθεί ως λιποτάκτες. Λένε ότι έχουν λοιδωρηθεί ως "ελαφρόμυαλοι". Ζητάνε μισθούς επτά μηνών που έχουν στερηθεί. Ζητάνε να επιστρέψουν στην εργασία τους. Μα ποια είναι επιτέλους αυτή η εργασία τους;
Λίγα λεπτά αργότερα, αποφασίζουν να κάνουν μια μικρή πορεία. Έχουν πια γίνει μούσκεμα, αλλά δεν δείχνει να τους ενδιαφέρει. Προχωράνε και εξακολουθούν να φωνάζουν. Διασχίζουν τον κεντρικό δρόμο, περνάνε μπροστά από τις τράπεζες και τα ζαχαροπλαστεία. Συνεχίζουν, φτάνουν έξω από τις γεμάτες καφετέριες. Οι φωνές τους ενοχλούν τους θαμώνες που δεν μπορούν να ακούσουν την περιγραφή του αγώνα. Ένας νεαρός γυρνάει εκνευρισμένος προς το μέρος τους, θέλοντας κάτι να τους πει. Όμως οι λέξεις δεν βγαίνουν... Ένας κόμπος του έχει κλείσει το λαιμό και τα μάτια του έχουν γεμίσει δάκρυα. Ένας διασώστης, μια νοσηλεύτρια, ένας γιατρός είναι ανάμεσά τους.
Ήταν οι ίδιοι άνθρωποι. Αυτοί που κάποτε...
0 Σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου