panelarrow

Σκέψεις Ιδέες Ιστορίες

Τετάρτη 31 Αυγούστου 2022

"Είμαστε ακόμα ζωντανοί"

 


01/09/2021…. 1η ημέρα ανστολής…

           Είμαστε οι υγειονομικοί Λέσβου σε αναστολή. Είμαστε ιατροί, νοσηλευτές, διασώστες και λοιπές ειδικότητες που μέχρι και χθες το μεσημέρι προσφέραμε τις υπηρεσίες μας στους συνανθρώπους μας. Στους θαλάμους, στους διαδρόμους, στα γραφεία, στα ασθενοφόρα και σε κάθε άλλο χώρο. Ήμασταν εκεί. Σήμερα το πρωί, κάποιοι αποφάσισαν ότι πλέον, δεν θα έπρεπε να είμαστε εκεί.

            Παραδίδοντάς μας ένα χαρτί στο χέρι, μας εκδίωξαν από την εργασία μας. Έπρεπε να προστατευθεί η δημόσια υγεία, έτσι έγραφε το χαρτί.  Θεωρούμασταν επικίνδυνοι και για αυτή τη «δημόσια υγεία» λοιπόν, το σωστό ήταν να φύγουμε από εκεί. Όχι όμως και να εργαστούμε οπουδήποτε αλλού. Το σωστό ήταν να στερηθούμε ολοκληρωτικά το δικαίωμα στην εργασία, να βρεθούμε στο δρόμο χωρίς κανένα απολύτως εισόδημα και να πεινάσουμε εμείς και οι οικογένειές μας. Να χάσουμε ασφάλιση και χρόνο προϋπηρεσίας. Ήμασταν δε τόσο επικίνδυνοι, που ακόμη και τα διαγνωστικά τεστ με τα οποία εργαζόταν όλος ο υπόλοιπος δημόσιος και ιδιωτικός τομέας, σε εμάς δεν θα μπορούσαν να εφαρμοστούν. Έπρεπε να εξοντωθούμε, να μην υπάρχουμε πουθενά.  Αυτό ήταν το σωστό για τη δημόσια υγεία.

            Αυτό και έγινε λοιπόν, το σωστό, το πρέπον, το ασφαλές. Οι «λεπροί εστάλησαν στη Σπιναλόγκα» και η υπόλοιπη κοινωνία έκλεισε τα μάτια και αποκοιμήθηκε ήσυχη. Κι έτσι, όπως είχε κλειστά τα μάτια της, δεν είδε ούτε τα δικαιώματα που καταπατήθηκαν ούτε τις ελευθερίες που περιορίστηκαν. Συνέχισε τον βαθύ της ύπνο στο «προστατευμένο» περιβάλλον που της είχαν εξασφαλίσει. 

           Οι «λεπροί» όμως αυτοί φεύγοντας, κουβαλήσαμε μαζί μας και κάποιες περίεργες αποσκευές. Ήταν όλα μας τα πιστεύω, όλες μας οι αξίες, όλα μας τα ιδανικά, όλα όσα μας έκαναν αυτούς που είμαστε. Αυτά μας ένωσαν, με αυτά πορευτήκαμε, σε αυτά πιαστήκαμε και αυτά μας κράτησαν ζωντανούς. Εδώ και έναν ολόκληρο χρόνο δεν διστάσαμε να θυσιάσουμε τα πάντα για να τα υπερασπιστούμε. Το μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας μας  στοχοποίησε, μας λοιδόρησε, μας εξύβρισε, μας εκβίασε, μας έθεσε στο περιθώριο. Συνάδελφοι, φίλοι, ακόμη και συγγενείς, μας γύρισαν την πλάτη. Κάποιοι αδιαφόρησαν, άλλοι πάλι γέλασαν. Φανερώθηκαν πρόσωπα και προσωπεία. Ελάχιστοι ήταν αυτοί που στάθηκαν δίπλα μας και μας στήριξαν με όποιο τρόπο μπορούσαν. Αποτέλεσαν για εμάς μικρές ακτίνες φωτός μέσα στο απόλυτο σκοτάδι και γι’ αυτό τους ευχαριστούμε από τα βάθη της καρδιάς μας. Τη διχόνοια όμως αυτή, εμείς ποτέ δεν τη θελήσαμε και δεν την υιοθετήσαμε. Προσπαθήσαμε από την πρώτη στιγμή να μιλήσουμε, να εξηγήσουμε, να θέσουμε τους προβληματισμούς και τις ανησυχίες μας και να ζητήσουμε απαντήσεις, που ποτέ και κανείς δεν μας έδωσε. Κάναμε συνεχώς συγκεντρώσεις, πορείες και διαμαρτυρίες, μέσα στη βροχή και το κρύο. Φωνάζαμε για εμάς, για τα παιδιά μας, για τους γονείς μας, για όλους. Με ντουντούκες στα χέρια, προσπαθούσαμε να αφυπνίσουμε την κοινωνία. Δεν σταματήσαμε να αγωνιζόμαστε και να παλεύουμε για το δίκαιο και την ελευθερία ακόμη κι όταν μείναμε απελπιστικά μόνοι. Ακόμη κι όταν βρεθήκαμε με το κεφάλι στη λαιμητόμο, μπροστά στον πιο στυγνό εκβιασμό με την απειλή της οριστικής απόλυσης την 31η Μαρτίου 2022,  δεν υποκύψαμε. Παραμείναμε ενωμένοι, σταθεροί και αποφασισμένοι. Δεν πτοηθήκαμε ούτε για μια στιγμή. Τα λόγια μας ήταν ξεκάθαρα από την αρχή και δεν τα αλλάξαμε ποτέ. Δεν παρεκκλίναμε, δεν λοξοδρομήσαμε.

           Αντιθέτως, τα δήθεν επιχειρήματα των διοικούντων, άρχισαν να καταρρέουν σαν χάρτινος πύργος. Στο χρόνο που μεσολάβησε, νόσησε το μεγαλύτερο ποσοστό των εμβολιασμένων υγειονομικών. Η εξάπλωση του ιού δεν αποφεύχθηκε ούτε εντός των χώρων υγείας, ούτε και στην κοινωνία γενικότερα. Πολλοί συνάνθρωποί μας δυστυχώς κατέληξαν. Ποιο ήταν λοιπόν το όφελος των αναστολών; Πώς η οικονομική, ψυχολογική και κοινωνική εξαθλίωση των εν αναστολή υγειονομικών προστάτεψε τη «δημόσια υγεία»; Και πώς παρόλα αυτά δικαιολογείται η πεισματική συνέχισή της τη στιγμή μάλιστα που όλα τα υγειονομικά μέτρα έχουν ανακληθεί; Αν αυτό δεν είναι πράξη μέγιστου εγωισμού και εκδίκησης, τότε τι είναι; Εμείς δεν ζητάμε απαντήσεις, τις γνωρίζουμε εδώ και πολύ καιρό…

 

01/09/2022…. 365η ημέρα αναστολής….

           Έχει περάσει ένας χρόνος. Κι αν το μέτρημα αυτό μοιάζει με φυλακισμένου, στην πραγματικότητα είναι μέτρημα αληθινής, γνήσιας ελευθερίας. Ελευθερίας ψυχής και πνεύματος που δεν αποτυπώνεται με μια μουτζούρα σε ένα κομμάτι  χαρτί. Είμαστε υπερήφανοι που αγωνιζόμαστε για αυτήν και θα συνεχίσουμε να το κάνουμε. Θα συνεχίσουμε να υπερασπιζόμαστε με κάθε τρόπο και κάθε κόστος τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, ιδανικά και αξίες όπως τα έχουμε διδαχθεί. Θα αγωνιζόμαστε με πίστη και ελπίδα, για να παραδώσουμε ένα καλύτερο μέλλον στα παιδιά μας, χωρίς εκβιασμούς και στερήσεις. Και πάνω απ’ όλα, δε θα προδώσουμε ποτέ το μεγαλύτερο δώρο του Δημιουργού μας, αυτό που μας ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα όντα, την ελεύθερη βούληση.

 

Είμαστε οι υγειονομικοί Λέσβου σε αναστολή.

Είμαστε ακόμη εδώ. Είμαστε ζωντανοί.

ΔΕΝ ΥΠΟΧΩΡΟΥΜΕ ΑΝ ΔΕ ΔΙΚΑΙΩΘΟΥΜΕ

Δευτέρα 11 Απριλίου 2022

“Ελέγξτε την επιθυμία της ψυχής σας για ελευθερία”

 

Αυτό είναι το μήνυμα που ακούγεται από τα κυβερνητικά drones προς τους κατοίκους της Σαγκάης, που εδώ και πάνω από δύο εβδομάδες ζουν κλεισμένοι στα σπίτια τους σε καθεστώς σκληρής απομόνωσης!

26.000.000 απεγνωσμένοι κάτοικοι της πόλης,  βγαίνουν στα μπαλκόνια τους για να ουρλιάξουν, να τραγουδήσουν και να εκφράσουν το θυμό, την αγωνία και τους φόβους τους. Διαμαρτύρονται για έλλειψη τροφίμων και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, καθώς μόνο δύο εθελοντές ανά πολυκατοικία επιτρέπεται να βγουν για ψώνια κάθε μέρα, το πολύ για δύο ώρες. Σε κάποιες περιπτώσεις, εξοργισμένες ομάδες πολιτών παραβιάζουν τους περιορισμούς και εισβάλλουν σε σούπερ μάρκετ λεηλατώντας τα και φωνάζοντας συνθήματα. 

Όλοι οι κάτοικοι υποβάλλονται σε μαζικά τεστ και όποιος μολυνθεί πρέπει να απομακρυνθεί από το σπίτι του και να τεθεί σε καραντίνα, ακόμη κι αν πρόκειται για βρέφη ή νήπια, τα οποία απομακρύνονται από τους γονείς τους.

Οι Αρχές, υιοθετώντας την προσέγγιση της"μηδενικής ανοχής", ανάμεσα σε πολλά ακραία μέτρα, έχουν επιστρατεύσει drones τα οποία με ηχογραφημένα μηνύματα προειδοποιούν τους πολίτες: "Ελέγξτε την επιθυμία της ψυχής σας για ελευθερία. Μην ανοίγετε το παράθυρο και μην τραγουδάτε. Χρησιμοποιήστε τη μέθοδο της πνευματικής νίκης". 

Όσο κι αν μοιάζει απίστευτο, όσο κι αν παραπέμπει σε σενάριο επιστημονικής φαντασίας, είναι πραγματικό. Καλούνται οι άνθρωποι να σταματήσουν να είναι άνθρωποι. Να γίνουν μηχανές που λειτουργούν σύμφωνα με τις προδιαγραφές του κατασκευαστή τους, χωρίς ψυχή, χωρίς συναισθήματα. Η έμφυτη τάση του ανθρώπου για ελευθερία πρέπει να καταπιεστεί. Το ίδιο και κάθε είδους συναισθηματική έκφραση, μέσα από παιχνίδια του μυαλού που οδηγούν στην τρέλα. 

Αυτό ορίζει η νέα πραγματικότητα που κάποιοι θέλουν να επιβάλλουν.

Όμως είναι αυτό το μέλλον που ονειρευτήκαμε για τα παιδιά μας; 

Τετάρτη 30 Μαρτίου 2022

Οι ήρωες με τα άσπρα

 

Έτος 2020. Μάρτιος. 

Τα πρώτα κρούσματα του κωρονοϊού έχουν ήδη εμφανιστεί στην Ελλάδα. Επικρατεί ένας πανικός. Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης μας βομβαρδίζουν με ρεπορτάζ μέσα από τα νοσοκομεία για την τιτάνια μάχη των υγειονομικών. Τους δείχνουν να φοράνε τις ειδικές ολόσωμες λευκές στολές, τις μάσκες, τις ασπίδες, τα γάντια και όλα τα μέσα προστασίας για να μπουν σε θαλάμους και να περιποιηθούν ασθενείς που νοσηλεύονται με covid. Τους δείχνουν εξαντλημένους μετά από πολύωρες βάρδιες, με σημάδια στα πρόσωπα από τις μάσκες και τα γυαλιά. Λένε ότι αφήνουν τα σπίτια τους για το καθήκον. Προτρέπουν τους πολίτες να βγουν στα μπαλκόνια να τους χειροκροτήσουν. Τους αποκαλούν οι "ήρωες με τα άσπρα".

Έτος 2022. Μάρτιος.

Στην ελληνική βουλή ψηφίζεται τροπολογία για πολύμηνη παράταση της καταδίκης των υγειονομικών που δεν ...υποτάχθηκαν. Που δεν υποτάχθηκαν στα φασιστικά και άνευ επιστημονικής τεκμηρίωσης πιστοποιητικά εμβολιασμού. Που θέλησαν να προασπίσουν το υπέρτατο αγαθό της ελευθερίας και το Θείο δώρο της ελεύθερης βούλησης. Που για το λόγο αυτό, έπρεπε να τιμωρηθούν παραδειγματικά. Εκδιώχθηκαν από το λειτούργημά τους και στερήθηκαν ολοκληρωτικά το μισθό τους. Καταδικάστηκαν αυτοί και οι οικογένειές τους για 7 μήνες να ζουν χωρίς απολύτως κανένα εισόδημα. Φώναξαν, διαμαρτυρήθηκαν, βγήκαν στους δρόμους. Άφησαν τα σπίτια τους και έκαναν σπίτι τους το δρόμο, μέρα νύχτα με κρύο και βροχή... Σχεδόν κανείς δεν τους βοήθησε, κανείς δεν τους κατάλαβε. Το αντίθετο. Τους κατηγόρησαν ως λιποτάκτες και ριψάσπιδες. Τους περιθωριοποίησαν και τους άφησαν να "αργοπεθαίνουν", μέρα με τη μέρα. Αυτή τη φορά τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης δεν ήταν εκεί. Δεν έδειξαν ποτέ ούτε ένα ρεπορτάζ. Το αποσιώπησαν εκτελώντας σαν καλοπληρωμένοι υπάλληλοι τις εντολές των αφεντικών τους. Δεν ήταν πλέον ήρωες. 

Μέχρι που κάποιοι, αποφάσισαν ότι δεν τους άξιζε αυτός ο αργός και βασανιστικός "θάνατος". Προτίμησαν τον πιο γρήγορο και επώδυνο. Πέντε άνθρωποι. Αποφάσισαν να σηκώσουν στις πλάτες τους 7000 οικογένειες. Να ρισκάρουν την ίδια τους τη ζωή για να σώσουν όλους τους υπόλοιπους. 

Ξεκίνησαν απεργία πείνας, εκεί στο δρόμο που ήταν πλέον το σπίτι τους. Την έβδομη ημέρα, μία εξ αυτών κατέρρευσε και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. Όμως τη θέση της πήρε μία άλλη γυναίκα, που είχε ήδη ξεκινήσει απεργία μόνη της, δύο ημέρες νωρίτερα, χωρίς να το ξέρει κανείς.  Και έφτασαν στη 10η ημέρα της απεργίας πείνας. Την ημέρα που οι απάνθρωποι πολιτικοί, θα αποφάσιζαν την παράταση του "αργού θανάτου" των υγειονομικών για πολλούς ακόμη μήνες.

Οι πέντε δεν μπορούσαν να λείψουν. Εξαντλημένοι, καταβεβλημένοι, με ελάχιστες δυνάμεις, ξεκίνησαν πάνω σε αναπηρικά αμαξίδια μια πορεία μέχρι το κοινοβούλιο. Αυτοί μπροστά, να καθοδηγούν και ο υπόλοιποι πίσω να τους ακολουθούν.  Μια πορεία που αντίστοιχή της, δεν έγινε ποτέ ξανά. Και όταν έφτασαν εκεί, σηκώθηκαν και στάθηκαν όρθιοι κρατώντας την ελληνική σημαία, περήφανοι και αλύγιστοι.

Κάποιοι όμως τους φοβήθηκαν. Τους έκλεισαν το δρόμο. Και όταν θέλησαν να περάσουν, τότε ντράπηκε και η ντροπή... Αυτοί, που μετά βίας στέκονταν στα πόδια τους, θεωρήθηκαν "απειλή" και εισέπραξαν κατάμουτρα χημικά και δακρυγόνα.  Λιποθύμησαν, αλλά δεν έφυγαν. Έμειναν εκεί, καθισμένοι στο δρόμο, φωνάζοντας συνθήματα και τραγουδώντας.


Ώρες πολλές... Βράδιασε... Και είναι ακόμη εκεί...

Γιατί οι αληθινοί ήρωες, είναι για πάντα ήρωες!

ΛΑΜΠΡΟ,  ΖΩΗ,  ΝΙΚΟ,  ΣΟΦΙΑ,  ΠΕΡΙΚΛΗ,  ΕΙΡΗΝΗ

Υποκλινόμαστε...


 

Πέμπτη 24 Μαρτίου 2022

Ο ύμνος εις την Ελευθερίαν

 

Τι γνωρίζουμε αλήθεια για τον Εθνικό μας ύμνο, εκτός από τους στίχους δύο στροφών; Ποια είναι η ιστορία του; Ποιοι είναι οι υπόλοιποι στίχοι;

Από την αρχή που ξέσπασε η Επανάσταση του 1821 για την απελευθέρωση του υποδουλωμένου Γένους μας, δημιουργήθηκε η ανάγκη να καθιερωθεί ένας κοινός πατριωτικός ύμνος για τους Έλληνες, με σκοπό να τους ενώνει στον αγώνα τους και να τους εμψυχώνει. Έτσι οι αγωνιζόμενοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν πολλά κλέφτικα τραγούδια, αποσπάσματα από το "Θούριο" του Ρήγα Φεραίου και άλλα θρησκευτικά και πατριωτικά άσματα, μερικά από τα οποία ήταν ευρύτατα διαδεδομένα.

Ο "Ύμνος εις την Ελευθερίαν" είναι ποίημα που έγραψε ο Διονύσιος Σολωμός τον Μάιο του 1823 στη Ζάκυνθο και ένα χρόνο αργότερα τυπώθηκε στο Μεσολόγγι. Το ποίημα περιέχει στοιχεία ρομαντισμού και οι στροφέες που χρησιμοποιούνται είναι τετράστιχες. 

Το 1828 μελοποιήθηκε από τον Κερκυραίο Νικόλαο Μάντζαρο, πάνω σε λαϊκά μοτίβα. Ακολούθησαν άλλες τρεις μελοποιήσεις, το 1837, το 1839 και το 1844. Ο Μάντζαρος το 1861 επανεξέτασε για 5η φορά το έργο, σε ρυθμό εμβατηρίου. Όταν ο Βασιλιάς Γεώργιιος Α, επισκέφθηκε την Κέρκυρα το 1865, άκουσε την εκδοχή για ορχήστρα πνευστών της αρχής της πρώτης μελοποίησης που έπαιζε η μπάντα της Φιλαρμονικής Εταιρείας Κέρκυρας και του έκανε εντύπωση. Ακολούθησε Βασιλικό Διάταγμα που το χαρακτήρισε "επίσημον εθνικόν άσμα" και ενημερώθηκαν οι ξένες πρεσβείες, ώστε να ανακρούεται στις περιπτώσεις απόδοσης τιμών προς το Βασιλιά της Ελλάδος ή την Ελληνική Σημαία. Από τότε θεωρείται ως Εθνικός Ύμνος της Ελλάδας. 

Το ποίημα "Ύμνος εις την Ελευθερίαν" αποτελείται από 158 τετράστιχες στροφές. Από αυτές, οι 24 πρώτες καθιερώθηκαν ως Εθνικός Ύμνος της Ελλάδας. Οι δύο πρώτες ανακρούονται και συνοδεύουν πάντα την έπαρση και την υποστολή της σημαίας και ψάλλονται σε επίσημες στιγμές και τελετές. Κατά τη διάρκεια της ανάκρουσής του, αποδίδονται ορθίως τιμές στρατιωτικού χαιρετισμού "εν ακινησία". 

Ο ύμνος απευθύνεται στη θεϊκή προσωποποιημένη Ελευθερία, η οποία ήρθε για να απαλλάξει από τα δεσμά της δουλείας, σκορπώντας ολόγυρα τον τρόμο και το θάνατο στους εχθρούς. Η εμφάνιση της Ελευθερίας βασίζεται και στους ιερούς νεκρούς των Ελλήνων. Στους προγόνους εκείνους που θυσιάστηκαν για χάρη της πατρίδας τους, που ύμνησαν και τίμησαν με το παράδειγμά τους την αξία της ελευθερίας. Έτσι οι επαναστατημένοι Έλληνες αντλούν δύναμη και έμπνευση από τους ανθρώπους εκείνους, που θεωρούσαν πάντοτε την ελευθερία ως αδιαμφισβήτητη προϋπόθεση για την ύπαρξή τους.


ΥΜΝΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΝ 


1
Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψη
τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή,
σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψη,
ποῦ μὲ βία μετράει τὴ γῆ.

2
Ἀπ᾿ τὰ κόκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!

3
Ἐκεῖ μέσα ἐκατοικοῦσες
πικραμένη, ἐντροπαλή,
κι ἕνα στόμα ἀκαρτεροῦσες,
«ἔλα πάλι», νὰ σοῦ πῇ.

4
Ἄργειε νά ῾λθη ἐκείνη ἡ μέρα
κι ἦταν ὅλα σιωπηλά,
γιατὶ τά ῾σκιαζε ἡ φοβέρα
καὶ τὰ πλάκωνε ἡ σκλαβιά.

5
Δυστυχής! Παρηγορία
μόνη σου ἔμεινε νὰ λὲς
περασμένα μεγαλεῖα
καὶ διηγώντας τα νὰ κλαῖς.

6
Καὶ ἀκαρτέρει, καὶ ἀκαρτέρει
φιλελεύθερη λαλιά,
ἕνα ἐκτύπαε τ᾿ ἄλλο χέρι
ἀπὸ τὴν ἀπελπισιά,

7
κι ἔλεες «πότε, ἅ! πότε βγάνω
τὸ κεφάλι ἀπὸ τς ἐρμιές;»
Καὶ ἀποκρίνοντο ἀπὸ πάνω
κλάψες, ἅλυσες, φωνές.

8
Τότε ἐσήκωνες τὸ βλέμμα
μὲς στὰ κλάιματα θολό,
καὶ εἰς τὸ ροῦχο σου ἔσταζ᾿ αἷμα
πλῆθος αἷμα ἑλληνικό.

9
Μὲ τὰ ροῦχα αἱματωμένα
ξέρω ὅτι ἔβγαινες κρυφὰ
νὰ γυρεύῃς εἰς τὰ ξένα
ἄλλα χέρια δυνατά.

10
Μοναχὴ τὸ δρόμο ἐπῆρες,
ἐξανάλθες μοναχή,
δὲν εἶν᾿ εὔκολες οἱ θύρες,
ἐὰν ἡ χρεία τὲς κουρταλῆ.

11
Ἄλλος σου ἔκλαψε εἰς τὰ στήθια
ἀλλ᾿ ἀνάσασιν καμιὰ
ἄλλος σοῦ ἔταξε βοήθεια
καὶ σὲ γέλασε φρικτά.

12
Ἄλλοι, ὀϊμέ! στὴ συμφορά σου,
ὅπου ἐχαίροντο πολύ,
«σύρε νά ῾βρῃς τὰ παιδιά σου,
σύρε», ἐλέγαν οἱ σκληροί.

13
Φεύγει ὀπίσω τὸ ποδάρι
καὶ ὁλογλήγορο πατεῖ
ἢ τὴν πέτρα ἢ τὸ χορτάρι
ποὺ τὴ δόξα σου ἐνθυμεῖ.

14
Ταπεινότατή σου γέρνει
ἡ τρισάθλια κεφαλή,
σὰν πτωχοῦ ποὺ θυροδέρνει
κι εἶναι βάρος του ἡ ζωή.

15
Ναί· ἀλλὰ τώρα ἀντιπαλεύει
κάθε τέκνο σου μὲ ὁρμή,
ποὺ ἀκατάπαυστα γυρεύει
ἢ τὴ νίκη ἢ τὴ θανή!

16
Ἀπ᾿ τὰ κόκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη
χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!

17
Μόλις εἶδε τὴν ὁρμή σου
ὁ οὐρανός, ποὺ γιὰ τ᾿ς ἐχθροὺς
εἰς τὴ γῆ τὴ μητρική σου
ἔτρεφ᾿ ἄνθια καὶ καρπούς,

18
ἐγαλήνευσε καὶ ἐχύθη
καταχθόνια μία βοὴ
καὶ τοῦ Ρήγα σου ἀπεκρίθη
πολεμόκραχτη ἡ φωνή1

19
ὅλοι οἱ τόποι σου σ᾿ ἐκράξαν
χαιρετώντας σε θερμά,
καὶ τὰ στόματα ἐφωνάξαν,
ὅσα αἰσθάνετο ἡ καρδιά.

20
Ἐφωνάξανε ὡς τ᾿ ἀστέρια
τοῦ Ἰονίου καὶ τὰ νησιά,
καὶ ἐσηκώσανε τὰ χέρια,
γιὰ νὰ δείξουνε χαρά,

21
μ᾿ ὅλον πού ῾ναι ἁλυσωμένο
τὸ καθένα τεχνικὰ
καὶ εἰς τὸ μέτωπο γραμμένο
ἔχει: ψεύτρα Ἐλευθεριά.

22
Γκαρδιακὰ χαροποιήθη
καὶ τοῦ Βάσιγκτον ἡ γῆ
καὶ τὰ σίδερα ἐνθυμήθη
ποῦ τὴν ἔδεναν κι αὐτή.

23
Ἀπ᾿ τὸν πύργο του φωνάζει,
σὰ νὰ λέῃ «σὲ χαιρετῶ»,
καὶ τὴ χήτη του τινάζει
τὸ Λεοντάρι τὸ Ἰσπανό.

24
Ἐλαφιάσθη τῆς Ἀγγλίας
τὸ θηρίο καὶ σέρνει εὐθὺς
κατὰ τ᾿ ἄκρα τῆς Ῥουσίας
τὰ μουγκρίσματα τ᾿ς ὀργῆς.

25
Εἰς τὸ κίνημά του δείχνει
πὼς τὰ μέλη εἶν᾿ δυνατὰ
καὶ στοῦ Αἰγαίου τὸ κῦμα ρίχνει
μία σπιθόβολη ματιά.

26
Σὲ ξανοίγει ἀπὸ τὰ νέφη
καὶ τὸ μάτι τοῦ Ἀετοῦ,
ποὺ φτερὰ καὶ νύχια θρέφει
μὲ τὰ σπλάχνα τοῦ Ἰταλοῦ·

27
καὶ σ᾿ ἐσὲ καταγειρμένος,
γιατὶ πάντα σὲ μισεῖ,
ἔκρωζ᾿, ἔκρωζε ὁ σκασμένος,
νὰ σὲ βλάψῃ, ἂν ἠμπορῇ.

28
Ἄλλο ἐσὺ δὲν συλλογιέσαι
πάρεξ ποὺ θὰ πρωτοπᾷς
δὲν μιλεῖς καὶ δὲν κουνιέσαι
στὲς βρισίες ὅπου ἀγρικᾷς·

29
σὰν τὸ βράχον ὅπου ἀφήνει
κάθε ἀκάθαρτο νερὸ
εἰς τὰ πόδια του νὰ χύνῃ
εὐκολόσβηστον ἀφρό,

30
ὅπου ἀφήνει ἀνεμοζάλη
καὶ χαλάζι καὶ βροχὴ
νὰ τοῦ δέρνουν τὴ μεγάλη,
τὴν αἰώνια κορυφή.

31
Δυστυχιά του, ὢ δυστυχιά του,
ὁποιανοῦ θέλει βρεθῆ
στὸ μαχαῖρι σου ἀποκάτου
καὶ σ᾿ ἐκεῖνο ἀντισταθῇ.

32
Τὸ θηρίο, π᾿ ἀνανογιέται
πῶς τοῦ λείπουν τὰ μικρά,
περιορίζεται, πετιέται,
αἷμα ἀνθρώπινο διψᾷ.

33
Τρέχει, τρέχει ὅλα τὰ δάση,
τὰ λαγκάδια, τὰ βουνά,
καὶ ὅπου φθάση, ὅπου περάσῃ
φρίκη, θάνατος, ἐρμιά·

34
ἐρμιά, θάνατος καὶ φρίκη,
ὅπου ἐπέρασες κι ἐσύ·
ξίφος ἔξω ἀπὸ τὴν θήκη
πλέον ἀνδρείαν σοῦ προξενεῖ.

35
Ἰδοὺ ἐμπρός σου ὁ τοῖχος στέκει
τῆς ἀθλίας Τριπολιτσᾶς·
τώρα τρόμου ἀστροπελέκι
νὰ τῆς ρίψῃς πιθυμᾶς.

36
Μεγαλόψυχο τὸ μάτι
δείχνει πάντα ὅπως νικεῖ,
καὶ ἂς εἶναι ἄρματα γεμάτη
καὶ πολέμιαν χλαλοή.

37
Σοὺ προβαίνουνε καὶ τρίζουν,
γιὰ νὰ ἰδῆς πὼς εἶν᾿ πολλὰ
δὲν ἀκοῦς ποὺ φοβερίζουν
ἄνδρες μύριοι καὶ παιδιά;2

38
Λίγα μάτια, λίγα στόματα
θὰ σᾶς μείνουνε ἀνοιχτά,
γιὰ νὰ κλαύσετε τὰ σώματα,
ποὺ θὲ ναὔρῃ ἡ συμφορά.

39
Κατεβαίνουνε, καὶ ἀνάφτει
τοῦ πολέμου ἀναλαμπή·
τὸ τουφέκι ἀνάβει, ἀστράφτει,
λάμπει, κόφτει τὸ σπαθί.

40
Γιατί ἡ μάχη ἐστάθη ὀλίγη;
λίγα τὰ αἵματα γιατί;
τὸν ἐχθρὸ θωρῶ νὰ φύγῃ
καὶ στὸ κάστρο ν᾿ ἀνεβῇ.3

41
Μέτρα! εἶν᾿ ἄπειροι οἱ φευγάτοι,
ὁποὺ φεύγοντας δειλιοῦν·
τὰ λαβώματα στὴν πλάτη
δέχοντ᾿, ὥστε ν᾿ ἀνεβοῦν.

42
Ἐκεῖ μέσα ἀκαρτερεῖτε
τὴν ἀφεύγατη φθορά·
νά, σᾶς φθάνει· ἀποκριθῆτε
στῆς νυκτὸς τὴ σκοτεινιά.4

43
Ἀποκρίνονται, καὶ ἡ μάχη
ἔτσι ἀρχίζει, ὅπου μακριὰ
ἀπὸ ράχη ἐκεῖ σὲ ράχη
ἀντιβούιζε φοβερά.

44
Ἀκούω κούφια τὰ τουφέκια,
ἀκούω σμίξιμο σπαθιῶν,
ἀκούω ξύλα, ἀκούω πελέκια,
ἀκούω τρίξιμο δοντιῶν.

45
Ἄ! τί νύκτα ἦταν ἐκείνη
ποὺ τὴν τρέμει ὁ λογισμός;
Ἄλλος ὕπνος δὲν ἐγίνη
πάρεξ θάνατου πικρός.

46
Τῆς σκηνῆς ἡ ὥρα, ὁ τόπος,
οἱ κραυγές, ἡ ταραχή,
ὁ σκληρόψυχος ὁ τρόπος
τοῦ πολέμου, καὶ οἱ καπνοί,

47
καὶ οἱ βροντές, καὶ τὸ σκοτάδι,
ὅπου ἀντίσκοφτε ἡ φωτιά,
ἐπαράσταιναν τὸν ᾅδη
ποῦ ἀκαρτέρειε τὰ σκυλιά·

48
τ᾿ ἀκαρτέρειε. ἐφαίνοντ᾿ ἴσκιοι
ἀναρίθμητοι γυμνοί,
κόρες, γέροντες, νεανίσκοι,
βρέφη ἀκόμη εἰς τὸ βυζί.

49
Ὅλη μαύρη μυρμηγκιάζει,
μαύρη ἡ ἐντάφια συντροφιά,
σὰν τὸ ροῦχο ὁποὺσκεπάζει
τὰ κρεββάτια τὰ στερνά.

50
Τόσοι, τόσοι ἀνταμωμένοι
ἐπετιοῦντο ἀπὸ τὴ γῆ,
ὅσοι εἶν᾿ ἄδικα σφαγμένοι
ἀπὸ τούρκικην ὀργή.

51
Τόσα πέφτουνε τὰ θέρι-
σμένα ἀστάχια εἰς τοὺς ἀγρούς·
σχεδὸν ὅλα ἐκειὰ τὰ μέρη
ἐσκεπάζοντο ἀπ᾿ αὐτούς.

52
Θαμποφέγγει κανέν᾿ ἄστρο,
καὶ ἀναδεύοντο μαζί,
ἀναβαίνοντας τὸ κάστρο
μὲ νεκρώσιμη σιωπή.

53
Ἔτσι χάμου εἰς τὴν πεδιάδα,
μὲς στὸ δάσος τὸ πυκνό,
ὅταν στέλνῃ μίαν ἀχνάδα
μισοφέγγαρο χλωμό,

54
ἐὰν οἱ ἄνεμοι μὲς στ᾿ ἄδεια
τὰ κλαδιὰ μουγκοφυσοῦν,
σειοῦνται, σειοῦνται τὰ μαυράδια,
ὅπου οἱ κλῶνοι ἀντικτυποῦν.

55
Μὲ τὰ μάτια τους γυρεύουν
ὅπου εἶν᾿ αἵματα πηχτά,
καὶ μὲς στ᾿ αἵματα χορεύουν
μὲ βρυχίσματα βραχνά,

56
καὶ χορεύοντας μανίζουν
εἰς τοὺς Ἕλληνας κοντά,
καὶ τὰ στήθια τους ἐγγίζουν
μὲ τὰ χέρια τὰ ψυχρά.

57
Ἐκειὸ τὸ ἔγγισμα πηγαίνει
βαθιὰ μὲς στὰ σωθικά,
ὅθεν ὅλη ἡ λύπη βγαίνει,
καὶ ἄκρα αἰσθάνονται ἀσπλαχνιά.

58
Τότε αὐξαίνει τοῦ πολέμου
ὁ χορὸς τρομακτικά,
σὰν τὸ σκόρπισμα τοῦ ἀνέμου
στοῦ πελάου τὴ μοναξιά.

59
Κτυποῦν ὅλοι ἀπάνου κάτου·
κάθε κτύπημα ποὺ ἐβγῇ
εἶναι κτύπημα θανάτου,
χωρὶς νὰ δευτερωθῇ.

60
Κάθε σῶμα ἱδρώνει, ρέει
λὲς καὶ ἐκεῖθεν ἡ ψυχὴ
ἀπ᾿ τὸ μῖσος ποὺ τὴν καίει
πολεμάει νὰ πεταχθῇ.

61
Τῆς καρδίας κτυπίες βροντᾶνε
μὲς στὰ στήθια τους ἀργά,
καὶ τὰ χέρια ὁποὺ χουμᾶνε
περισσότερο εἶν᾿ γοργά.

62
Οὐρανὸς γι᾿ αὐτοὺς δὲν εἶναι,
οὐδὲ πέλαο, οὐδὲ γῆ·
γι᾿ αὐτοὺς ὅλους τὸ πᾶν εἶναι
μαζωμένο ἀντάμα ἐκεῖ.

63
Τόση ἡ μάνητα καὶ ἡ ζάλη,
ποὺ στοχάζεσαι, μὴ πὼς
ἀπὸ μία μεριὰ καὶ ἀπ᾿ ἄλλη
δὲν μείνῃ ἕνας ζωντανός.

64
Κοίτα χέρια ἀπελπισμένα
πῶς θερίζουνε ζωές!
Χάμου πέφτουνε κομμένα
χέρια, πόδια, κεφαλές,

65
καὶ παλάσκες καὶ σπαθία
μὲ ὁλοσκόρπιστα μυαλά,
καὶ μὲ ὁλόσχιστα κρανία
σωθικὰ λαχταριστά.

66
Προσοχὴ καμία δὲν κάνει
κανείς, ὄχι, εἰς τὴ σφαγὴ
πᾶνε πάντα ἐμπρός. Ὤ! φθάνει,
φθάνει ἕως πότε οἱ σκοτωμοί;

67
Ποῖος ἀφήνει ἐκεῖ τὸν τόπο,
πάρεξ ὅταν ξαπλωθῇ;
Δὲν αἰσθάνονται τὸν κόπο
καὶ λὲς κι εἶναι εἰς τὴν ἀρχή.

68
Ὀλιγόστευαν οἱ σκύλοι,
καὶ «Ἀλλά» ἐφώναζαν, «Ἀλλά»
καὶ τῶν χριστιανῶν τὰ χείλη
«φωτιά» ἐφώναζαν, «φωτιά».

69
Λεονταρόψυχα ἐκτυπιοῦντο,
πάντα ἐφώναζαν «φωτιά»,
καὶ οἱ μιαροὶ κατασκορπιοῦντο,
πάντα σκούζοντας «Ἀλλά».

70
Παντοῦ φόβος καὶ τρομάρα
καὶ φωνὲς καὶ στεναγμοί·
παντοῦ κλάψα, παντοῦ ἀντάρα,
καὶ παντοῦ ξεψυχισμοί.

71
Ἦταν τόσοι! πλέον τὸ βόλι
εἰς τ᾿ αὐτιὰ δὲν τοὺς λαλεῖ.
Ὅλοι χάμου ἐκείτοντ᾿ ὅλοι
εἰς τὴν τέταρτην αὐγή.

72
Σὰν ποτάμι τὸ αἷμα ἐγίνη
καὶ κυλάει στὴ λαγκαδιά,
καὶ τὸ ἀθῷο χόρτο πίνει
αἷμα ἀντὶς γιὰ τὴ δροσιά.

73
Τῆς αὐγῆς δροσάτο ἀέρι,
δὲν φυσᾷς τώρα ἐσὺ πλιὸ
στῶν ψευδόπιστων τὸ ἀστέρι5
φύσα, φύσα εἰς τὸ Σταυρό.

74
Ἀπ᾿ τὰ κόκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!

75
Τῆς Κορίνθου ἰδοὺ καὶ οἱ κάμποι
δὲν λάμπ᾿ ἥλιος μοναχὰ
εἰς τοὺς πλάτανους, δὲν λάμπει
εἰς τ᾿ ἀμπέλια, εἰς τὰ νερά·

76
εἰς τὸν ἥσυχον αἰθέρα
τώρα ἀθῴα δὲν ἀντηχεῖ
τὰ λαλήματα ἡ φλογέρα,
τὰ βελάσματα τὸ ἀρνί·

77
τρέχουν ἅρματα χιλιάδες
σὰν τὸ κῦμα εἰς τὸ γιαλὸ
ἀλλ᾿ οἱ ἀνδρεῖοι παλικαράδες
δὲν ψηφοῦν τὸν ἀριθμό.

78
Ὢ τρακόσιοι! σηκωθῆτε
καὶ ξανάλθετε σ᾿ ἐμᾶς·
τὰ παιδιά σας θέλ᾿ ἰδῆτε
πόσο μοιάζουνε μ᾿ ἐσᾶς.

79
Ὅλοι ἐκεῖνοι τὰ φοβοῦνται,
καὶ μὲ πάτημα τυφλὸ
εἰς τὴν Κόρινθο ἀποκλειοῦνται
κι ὅλοι χάνουνται ἀπ᾿ ἐδῶ.

80
Στέλνει ὁ ἄγγελος τοῦ ὀλέθρου
πεῖναν καὶ θανατικὸ
ποῦ σὲ σχῆμα ἑνὸς σκελέθρου
περπατοῦν ἀντάμα οἱ δυό·

81
καὶ πεσμένα εἰς τὰ χορτάρια
ἀπεθαίνανε παντοῦ
τὰ θλιμμένα ἀπομεινάρια
τῆς φυγῆς καὶ τοῦ χαμοῦ.

82
Καὶ ἐσὺ ἀθάνατη, ἐσὺ θεία,
ποῦ ὅ,τι θέλεις ἠμπορεῖς,
εἰς τὸν κάμπο, Ἐλευθερία,
ματωμένη περπατεῖς.

83
Στὴ σκιὰ χεροπιασμένες,6
στὴ σκιὰ βλέπω κι ἐγὼ
κρινοδάκτυλες παρθένες,
ὅπου κάνουνε χορό·

84
στὸ χορὸ γλυκογυρίζουν
ὡραία μάτια ἐρωτικά,
καὶ εἰς τὴν αὔρα κυματίζουν
μαῦρα, ὁλόχρυσα μαλλιά.

85
Ἡ ψυχή μου ἀναγαλλιάζει
πὼς ὁ κόρφος καθεμιᾶς
γλυκοβύζαστο ἑτοιμάζει
γάλα ἀνδρείας καὶ ἐλευθεριᾶς.

86
Μὲς στὰ χόρτα, τὰ λουλούδια,
τὸ ποτήρι δὲν βαστῶ·
φιλελεύθερα τραγούδια
σὰν τὸν Πίνδαρο ἐκφωνῶ.

87
Ἀπ᾿ τὰ κόκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!

88
Πῆγες εἰς τὸ Μεσολόγγι
τὴν ἡμέρα τοῦ Χριστοῦ,
μέρα ποὺ ἄνθισαν οἱ λόγγοι7
γιὰ τὸ τέκνο τοῦ Θεοῦ.

89
Σοὖλθε ἐμπρὸς λαμποκοπώντας
ἡ Θρησκεία μ᾿ ἕνα σταυρὸ
καὶ τὸ δάκτυλο κινώντας
ὅπου ἀνεῖ τὸν οὐρανό,

90
«σ᾿ αὐτό», ἐφώναξε, «τὸ χῶμα
στάσου ὁλόρθη, Ἐλευθεριά»·
καὶ φιλώντας σου τὸ στόμα
μπαίνει μὲς στὴν ἐκκλησιά.8

91
Εἰς τὴν τράπεζα σιμώνει,
καὶ τὸ σύγνεφο τὸ ἀχνὸ
γύρω γύρω της πυκνώνει
ποὺ σκορπάει τὸ θυμιατό.

92
Ἀγρικάει τὴν ψαλμῳδία
ὁποὺ ἐδίδαξεν αὐτή·
βλέπει τὴ φωταγωγία
στοὺς ἁγίους ἐμπρὸς χυτή.

93
Ποιοὶ εἶν᾿ αὐτοὶ ποὺ πλησιάζουν
μὲ πολλὴ ποδοβολή,
κι ἅρματ᾿, ἅρματα ταράζουν;
Ἐπετάχτηκες Ἐσύ.

94
Ἄ! τὸ φῶς, ποὺ σὲ στολίζει
σὰν ἡλίου φεγγοβολὴ
καὶ μακρόθεν σπινθηρίζει,
δὲν εἶναι, ὄχι, ἀπὸ τὴ γῆ·

95
λάμψιν ἔχει ὅλη φλογώδη
χεῖλος, μέτωπο, ὀφθαλμός·
φῶς τὸ χέρι, φῶς τὸ πόδι,
κι ὅλα γύρω σου εἶναι φῶς.

96
Τὸ σπαθί σου ἀντισηκώνεις,
τρία πατήματα πατᾷς,
σὰν τὸν πύργο μεγαλώνεις,
καὶ εἰς τὸ τέταρτο κτυπᾷς·

97
μὲ φωνὴ ποὺ καταπείθει
προχωρώντας ὁμιλεῖς·
«Σήμερ᾿, ἄπιστοι, ἐγεννήθη,
ναί, τοῦ κόσμου ὁ Λυτρωτής».

98
Αὐτὸς λέγει… «Ἀφοκρασθῆτε
Ἐγὼ εἶμ᾿ Ἄλφα, Ὠμέγα ἐγώ·9
πέστε, ποῦ θ᾿ ἀποκρυφθῆτε
ἐσεῖς ὅλοι, ἂν ὀργισθῶ;

99
»Φλόγα ἀκοίμητήν σας βρέχω,
ποὺ μ᾿ αὐτὴν ἂν συγκριθῇ
κείνη ἡ κάτω ὅπου σας ἔχω
σὰν δροσιὰ θέλει βρεθῇ.

100
»Κατατρώγει, ὡσὰν τὴ σχίζα,
τόπους ἄμετρα ὑψηλούς,
χῶρες, ὄρη ἀπὸ τὴ ρίζα,
ζῷα καὶ δένδρα καὶ θνητούς,

101
»καὶ τὸ πᾶν τὸ κατακαίει,
καὶ δὲν σῴζεται πνοή,
πάρεξ τοῦ ἀνέμου ποὺ πνέει
μὲς στὴ στάχτη τὴ λεπτή».

102
Κάποιος ἤθελε ἐρωτήσει:
τοῦ θυμοῦ του εἶσαι ἀδελφή;
Ποῖος εἶν᾿ ἄξιος νὰ νικήσῃ
ἢ μ᾿ ἐσὲ νὰ μετρηθῆ;

103
Ἡ γῆ αἰσθάνεται τὴν τόση
τοῦ χεριοῦ σου ἀνδραγαθιά,
ποὺ ὅλην θέλει θανατώσῃ
τὴ μισόχριστη σπορά.

104
Τὴν αἰσθάνονται, καὶ ἀφρίζουν
τὰ νερά, καὶ τ᾿ ἀγρικῶ
δυνατὰ νὰ μουρμουρίζουν
σὰν νὰ ρυάζετο θηριό.

105
Κακορίζικοι, ποὺ πάτε
τοῦ Ἀχελῴου μὲς στὴ ροή,10
καὶ πιδέξια πολεμᾶτε
ἀπὸ τὴν καταδρομὴ

106
ν᾿ ἀποφύγετε! τὸ κῦμα
ἔγινε ὅλο φουσκωτό·
ἐκεῖ εὑρήκατε τὸ μνῆμα
πρὶν νὰ εὐρῆτε ἀφανισμό.

107
Βλασφημάει, σκούζει, μουγκρίζει
κάθε λάρυγγας ἐχθροῦ,
καὶ τὸ ρεῦμα γαργαρίζει
τὲς βλασφήμιες τοῦ θυμοῦ.

108
Σφαλερὰ τετραποδίζουν
πλῆθος ἄλογα, καὶ ὀρθὰ
τρομασμένα χλιμιτρίζουν
καὶ πατοῦν εἰς τὰ κορμιά.

109
Ποῖος στὸν σύντροφον ἁπλώνει
χέρι, ὡσὰν νὰ βοηθηθῇ·
ποῖος τὴ σάρκα του δαγκώνει,
ὅσο ὅπου νὰ νεκρωθῇ·

110
κεφαλὲς ἀπελπισμένες
μὲ τὰ μάτια πεταχτά,
κατὰ τ᾿ ἄστρα σηκωμένες
γιὰ τὴν ὕστερη φορά.

111
Σβηέται -αὐξαίνοντας ἡ πρώτη
τοῦ Ἀχελῴου νεροσυρμή-
τὸ χλιμίτρισμα, καὶ οἱ κρότοι
καὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ γογγυσμοί.

112
Ἔτσι ν᾿ ἄκουα νὰ βουίξῃ
τὸν βαθὺν Ὠκεανό,
καὶ στὸ κῦμα του νὰ πνίξῃ
κάθε σπέρμα Ἀγαρηνό·

113
Καὶ ἐκεῖ ποὖναι ἡ Ἁγία Σοφία,
μὲς στοὺς λόφους τοὺς ἑπτά,
ὅλα τ᾿ ἄψυχα κορμία,
βραχοσύντριφτα, γυμνά,

114
σωριασμένα νὰ τὰ σπρώξῃ
ἡ κατάρα τοῦ Θεοῦ,
κι ἀπ᾿ ἐκεῖ νὰ τὰ μαζώξῃ
ὁ ἀδελφός του Φεγγαριοῦ.11

115
Κάθε πέτρα μνῆμα ἂς γένῃ,
καὶ ἡ Θρησκεία κι ἡ Ἐλευθεριὰ
μ᾿ ἀργοπάτημα ἂς πηγαίνῃ
μεταξύ τους, καὶ ἂς μετρᾷ.

116
Ἕνα λείψανο ἀνεβαίνει
τεντωτό, πιστομητό,
κι ἄλλο ξάφνου κατεβαίνει
καὶ δὲν φαίνεται καὶ πλιό.

117
Καὶ χειρότερα ἀγριεύει
καὶ φουσκώνει ὁ ποταμός·
πάντα πάντα περισσεύει
πολυφλοίσβισμα καὶ ἀφρός.

118
Ἄ! γιατί δὲν ἔχω τώρα
τὴ φωνὴ τοῦ Μωυσῆ;
Μεγαλόφωνα, τὴν ὥρα
ὅπου ἐσβηοῦντο οἱ μισητοί,

119
τὸν Θεὸν εὐχαριστοῦσε
στοῦ πελάου τὴ λύσσα ἐμπρός,
καὶ τὰ λόγια ἠχολογοῦσε
ἀναρίθμητος λαός·

120
ἀκλουθάει τὴν ἁρμονία
ἡ ἀδελφή του Ἀαρών,
ἡ προφήτισσα Μαρία,
μ᾿ ἕνα τύμπανο τερπνόν,12

121
καὶ πηδοῦν ὅλες οἱ κόρες
μὲ τς ἀγκάλες ἀνοικτές,
τραγουδώντας, ἀνθοφόρες,
μὲ τὰ τύμπανα κι ἐκειές.

122
Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψη
τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή,
σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψη,
ποῦ μὲ βία μετράει τὴ γῆ.

123
Εἰς αὐτήν, εἶν᾿ ξακουσμένο,
δὲν νικιέσαι ἐσὺ ποτέ·
ὅμως, ὄχι, δὲν εἶν᾿ ξένο
καὶ τὸ πέλαγο γιὰ σέ.

124
Τὸ στοιχεῖον αὐτὸ ξαπλώνει
κύματ᾿ ἄπειρα εἰς τὴ γῆ,
μὲ τὰ ὁποῖα τὴν περιζώνει
κι εἶναι εἰκόνα σου λαμπρή.

125
Μὲ βρυχίσματα σαλεύει,
ποὺ τρομάζει ἡ ἀκοὴ
κάθε ξύλο κινδυνεύει
καὶ λιμιώνα ἀναζητεῖ.

126
Φαίνετ᾿ ἔπειτα ἡ γαλήνη
καὶ τὸ λάμψιμο τοῦ ἡλιοῦ,
καὶ τὰ χρώματα ἀναδίνει
τοῦ γλαυκότατου οὐρανοῦ.

127
Δὲν νικιέσαι, εἶν᾿ ξακουσμένο,
στὴν ξηρὰν ἐσὺ ποτὲ
ὅμως, ὄχι, δὲν εἶν᾿ ξένο
καὶ τὸ πέλαγο γιὰ σέ.

128
Περνοῦν ἄπειρα τὰ ξάρτια,
καὶ σὰν λόγγος στριμωχτὰ
τὰ τρεχούμενα κατάρτια,
τὰ ὁλοφούσκωτα πανιά.

129
Σὺ τὲς δύναμές σου σπρώχνεις,
καὶ ἀγκαλὰ δὲν εἶν᾿ πολλές,
πολεμώντας ἄλλα διώχνεις,
ἄλλα παίρνεις, ἄλλα καῖς

130
μὲ ἐπιθύμια νὰ τηράζῃς
δυὸ μεγάλα σὲ θωρῶ,13
καὶ θανάσιμον τινάζεις
ἐναντίον τους κεραυνό.

131
Πιάνει, αὐξαίνει, κοκκινίζει
καὶ σηκώνει μία βροντή,
καὶ τὸ πέλαο χρωματίζει
μὲ αἱματόχροη βαφή.

132
Πνίγοντ᾿ ὅλοι οἱ πολεμάρχοι
καὶ δὲν μνέσκει ἕνα κορμί·
χάρου, σκιὰ τοῦ Πατριάρχη,
ποῦ σ᾿ ἐπέταξεν ἐκεῖ.

133
Ἐκρυφόσμιγαν οἱ φίλοι
μὲ τ᾿ς ἐχθρούς τους τὴ Λαμπρή,
καὶ τοὺς ἔτρεμαν τὰ χείλη
δίνοντάς τα εἰς τὸ φιλί.

134
Κειὲς τὲς δάφνες ποὺ ἐσκορπίστε14
τώρα πλέον δὲν τὲς πατεῖ,
καὶ τὸ χέρι ὅπου ἐφιλῆστε
πλέον, ἅ! πλέον δὲν εὐλογεῖ.

135
Ὅλοι κλαῦστε· ἀποθαμένος
ὁ ἀρχηγὸς τῆς Ἐκκλησιᾶς·
κλαῦστε, κλαῦστε κρεμασμένος
ὡσὰν νἄτανε φονιάς.

136
Ἔχει ὁλάνοιχτο τὸ στόμα
π᾿ ὦρες πρῶτα εἶχε γευθεῖ
τ᾿ Ἅγιον Αἷμα, τ᾿ Ἅγιον Σῶμα·
λὲς πὼς θενὰ ξαναβγῇ

137
ἡ κατάρα ποὺ εἶχε ἀφήσει
λίγο πρὶν νὰ ἀδικηθῇ
εἰς ὁποῖον δὲν πολεμήσῃ
καὶ ἠμπορεῖ νὰ πολεμῇ.

138
Τὴν ἀκούω, βροντάει, δὲν παύει
εἰς τὸ πέλαγο, εἰς τὴ γῆ,
καὶ μουγκρίζοντας ἀνάβει
τὴν αἰώνιαν ἀστραπή.

139
Ἡ καρδιὰ συχνοσπαράζει…
Πλὴν τί βλέπω; Σοβαρὰ
νὰ σωπάσω μὲ προστάζει
μὲ τὸ δάκτυλο ἡ θεά.

140
Κοιτάει γύρω εἰς τὴν Εὐρώπη
τρεῖς φορὲς μ᾿ ἀνησυχιά·
προσηλώνεται κατόπι
στὴν Ἑλλάδα, καὶ ἀρχινᾷ:

141
«Παλληκάρια μου! οἱ πολέμοι
γιὰ σᾶς ὅλοι εἶναι χαρά,
καὶ τὸ γόνα σας δὲν τρέμει
στοὺς κινδύνους ἐμπροστά.

142
»Ἀπ᾿ ἐσᾶς ἀπομακραίνει
κάθε δύναμη ἐχθρική·
ἀλλὰ ἀνίκητη μιὰ μένει
ποὺ τὲς δάφνες σας μαδεῖ.

143
»Μία, ποὺ ὅταν ὡσὰν λύκοι
ξαναρχόστενε ζεστοί,
κουρασμένοι ἀπὸ τὴ νίκη,
ἄχ! τὸν νοῦν σας τυραννεῖ.

144
»Ἡ Διχόνια, ποὺ βαστάει
ἕνα σκῆπτρο ἡ δολερὴ
καθενὸς χαμογελάει,
πάρ᾿ το, λέγοντας, κι ἐσύ.

145
»Κειὸ τὸ σκῆπτρο ποὺ σᾶς δείχνει,
ἔχει ἀλήθεια ὡραῖα θωριά·
μὴν τὸ πιᾶστε, γιατὶ ρίχνει
εἰσὲ δάκρυα θλιβερά.

146
»Ἀπὸ στόμα ὅπου φθονάει,
παλικάρια, ἂς μὴν ῾πωθῇ,
πῶς τὸ χέρι σας κτυπάει
τοῦ ἀδελφοῦ τὴν κεφαλή.

147
»Μὴν εἰποῦν στὸ στοχασμό τους
τὰ ξένα ἔθνη ἀληθινά:
«Ἐὰν μισοῦνται ἀνάμεσό τους,
δὲν τοὺς πρέπει ἐλευθεριά».

148
»Τέτοια ἀφήστενε φροντίδα·
ὅλο τὸ αἷμα ὁποὺ χυθῇ
γιὰ θρησκεία καὶ γιὰ πατρίδα,
ὅμοιαν ἔχει τὴν τιμή.

149
»Στὸ αἷμα αὐτό, ποὺ δὲν πονεῖτε,
γιὰ πατρίδα, γιὰ θρησκειά,
σᾶς ὁρκίζω, ἀγκαλιασθῆτε
σὰν ἀδέλφια γκαρδιακά.

150
»Πόσον λείπει, στοχασθῆτε,
πόσο ἀκόμη νὰ παρθῇ
πάντα ἡ νίκη, ἂν ἑνωθῆτε,
πάντα ἐσᾶς θ᾿ ἀκολουθῇ.

151
»Ὢ ἀκουσμένοι εἰς τὴν ἀνδρεία!…
Καταστῆστε ἕνα σταυρὸ
καὶ φωνάξετε μὲ μία:
Βασιλεῖς, κοιτάξτ᾿ ἐδῶ.

152
»Τὸ σημεῖον ποὺ προσκυνᾶτε
εἶναι τοῦτο, καὶ γι᾿ αὐτὸ
ματωμένους μας κοιτᾶτε
στὸν ἀγῶνα τὸ σκληρό.

153
»Ἀκατάπαυστα τὸ βρίζουν
τὰ σκυλιὰ καὶ τὸ πατοῦν
καὶ τὰ τέκνα του ἀφανίζουν
καὶ τὴν πίστη ἀναγελοῦν.

154
»Ἐξ αἰτίας του ἐσπάρθη, ἐχάθη
αἷμα ἀθῷο χριστιανικό,
ποὺ φωνάζει ἀπὸ τὰ βάθη
τῆς νυκτός: «Νὰ ῾κδικηθῶ».

155
»Δὲν ἀκοῦτε ἐσεῖς εἰκόνες
τοῦ Θεοῦ, τέτοια φωνή;
Τώρα ἐπέρασαν αἰῶνες
καὶ δὲν ἔπαυσε στιγμή.

156
»Δὲν ἀκοῦτε; εἰς κάθε μέρος
σὰν τοῦ Ἄβελ καταβοᾶ·
δὲν εἶν᾿ φύσημα τοῦ ἀέρος
ποῦ σφυρίζει εἰς τὰ μαλλιά.

157
»Τί θὰ κάμετε; θ᾿ ἀφῆστε
νὰ ἀποκτήσωμεν ἐμεῖς
Λευθεριάν, ἢ θὰ τὴν λῦστε
ἐξ αἰτίας Πολιτικῆς;

158
»Τοῦτο ἀνίσως μελετᾶτε,
ἰδού, ἐμπρός σας τὸν Σταυρό·
Βασιλεῖς! ἐλᾶτε, ἐλᾶτε,
καὶ κτυπήσετε κι ἐδῶ».




Moto

Δε συμφωνώ ούτε με μια λέξη απ' όσα λες, αλλά θα υπερασπίζομαι και με το τίμημα της ζωής μου ακόμη, το δικαίωμά σου ελεύθερα να λες όσα πρεσβεύεις. Βολταίρος, 1694-1778, Γάλλος φιλόσοφος & συγγραφέας

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Πρόσφατες αναρτήσεις

Επισκέπτες live

Copyright © Αιολίδες | Powered by Blogger
Design by AnarielDesign | Blogger Theme by NewBloggerThemes.com